- δυναμένους
- δύναμαιto be ablepres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
MELITA — I. MELITA quoque penultimâ productâ Cicer. Verrin. 6. quae postea Miletus, Mileto, urbs Calabriae ulterioris 5. mill. pass. ab Hipponio. Terram Novam versus 25. II. MELITA Insul. maris Libyei, inter Siciliam et Africam, a Pachyno promontor. 70.… … Hofmann J. Lexicon universale
δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… … Dictionary of Greek
ευκαιρώ — (ΑΜ εὐκαιρῶ, έω) [εύκαιρος] έχω ή βρίσκω ευκαιρία, έχω ελεύθερο χρόνο μσν. 1. είμαι ή μένω άδειος 2. πετυχαίνω μσν. αρχ. βρίσκομαι κάπου τυχαία αρχ. 1. ευτυχώ, ευημερώ («εὐκαιροῡντάς γε δὴ καὶ δυναμένους», Πολ.) 2. είμαι επίκαιρος 3. φρ. «εὐκαιρῶ … Dictionary of Greek
κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek